- βρεφοζυγός
- οζυγαριά για ζύγιση βρεφών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βρεφοζυγός — ο ζυγαριά με την οποία ζυγίζουν τα βρέφη: Στα παιδιατρικά ιατρεία είναι απαραίτητο να υπάρχουν βρεφοζυγοί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βρέφος — το (AM βρέφος) νεογέννητο παιδί, από τη γέννηση του μέχρι τον 25ομήνα μσν. νεοελλ. φρ. «τὸ Θεῑον Βρέφος» ο Χριστός στην εικόνα της Γέννησης ή όποτε εικονίζεται σε βρεφική ηλικία νεοελλ. άνθρωπος άπειρος, αθώος σαν βρέφος αρχ. 1. το έμβρυο 2.… … Dictionary of Greek
βρεφοστάθμη — η ο βρεφοζυγός … Dictionary of Greek